μάμμης

μάμμης
μάμμη
mother
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • бабии — (1*) пр. к баба во 2 знач.: Тако же ни великое теткы не могу по˫ати. се же есть дѣда моего сестра. аще и творена есть. понеже бабии имѣеть чинъ. (μάμμης) КР 1284, 283б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μαμμωνυμικός — μαμμωνυμικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει το όνομα τής μάμμης, τής γιαγιάς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαμμωνυμικόν (ενν. όνομα) το όνομα που λαμβάνεται από τη γιαγιά. Επιρρ. μαμμωνυμικῶς (Α) κατά το όνομα τής γιαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + ωνυμικός… …   Dictionary of Greek

  • Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”